Glossary

Εύρεση όλων των όρων:
Επιλέξτε γράμμα:
Α (5) | Β (1) | Δ (3) | Ε (6) | Ι (2) | Κ (3) | Λ (1) | Μ (2) | Π (2) | Σ (1) | Φ (1) | Χ (2) | Ψ (3)
  • Καθιστική εργασία
    Αναφέρεται σε θέσεις που απαιτούν ελάχιστες κινήσεις και χαμηλή ενεργειακή δαπάνη. Η καθιστική εργασία συχνά απαιτεί από τον εργαζόμενο να παραμένει καθιστός για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Καταμερισμός εργασιών

    Πρόκειται για μια σχέση εργασίας στην οποία ένας εργοδότης προσλαμβάνει δύο (ή περισσότερους) εργαζόμενους για να καλύψουν μία θέση πλήρους απασχόλησης. Πρόκειται για μια μορφή εργασίας μερικής απασχόλησης που εξασφαλίζει τη μόνιμη στελέχωση της από κοινού καταλαμβανόμενης θέσης. (Πηγή)

  • Κοινωνική ηλικία
    Η κοινωνική ηλικία αντανακλά τις πολιτιστικές και κοινωνικές προσδοκίες για το πώς θα πρέπει οι άνθρωποι να ενεργούν σε μια ορισμένη ηλικία. Πρόκειται για μια εκτίμηση των δυνατοτήτων ενός ατόμου σε κοινωνικές καταστάσεις σε σχέση με τα συνήθη πρότυπα.